Να Ζήσει

Posted: 21 Μαρτίου, 2022 in Διηγήματα

Είναι Σάββατο. Το κρύο είναι τσουχτερό και αυτός δυσκολεύεται να σηκωθεί. Τυλιγμένος στα κουρέλια νοιώθει ασφάλεια. Θέλει λίγες ακόμη στιγμές μέσα στον δικό του χώρο. Εκεί μέσα μπορεί και ονειρεύεται. Ζει το δικό του παραμύθι. Πλάθει τον κόσμο του. Όλα είναι πιο ωραία μέσα στην θαλπωρή των κουρελιών. Είναι τυλιγμένος ερμητικά σαν να μην θέλει να αφήσει τίποτα άλλο να μπει μέσα. Νοιώθει την αγκαλιά της μάνας που θα ήθελε να έχει. Ακούει την ανάσα του, νοιώθει τον σφυγμό του να χτυπά αρμονικά, κατέχει την πολυπόθητη ηρεμία που επιζητά όλη την μέρα. Αφήνει τις σκέψεις του να τον ταξιδέψουν, κάνει όνειρα που ποτέ δεν θέλουν να τελειώσουν.

Κι όμως αυτή η πρόσκαιρη ευτυχία δεν θα κρατήσει πολύ. Ένα πόδι τον κλοτσάει βίαια και μια αθυρόστομη φωνή του επιβάλλει να σηκωθεί. Η ώρα πέρασε και έχει δουλειά να κάνει. Το ακορντεόν τον περιμένει εκεί δίπλα πεταμένο. Βρόμικο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και αυτό που δεν βρίσκει τα επιδέξια χέρια να του δώσουν ζωή. Αυτό και ένα ποτήρι χάρτινο, μισοφθαρμένο που λες ότι ξέμεινε από  νερό και έχει στεγνώσει από την δίψα. Η φωνή ξανακούγεται, βρόμικη όπως είναι και τα χνώτα εκείνου που την βγάζει. Βρόμικη και αρνητική σαν να κουβαλά μέσα της όλη την μιζέρια του κόσμου.

Ξέχασε πως χθες έβγαλε ελάχιστα. Τόσο περπάτημα από ένα σωματάκι που φαίνεται να κουβαλά πάνω του όλες τις αμαρτίες. Σκεβρωμένοι ώμοι, ταπεινωμένο ανάστημα. Τόσα λίγα λεφτά που κουδουνίζουν ηχηρά μέσα στο χάρτινο ποτήρι. Αυτά ήδη βρίσκονται στα χέρια του πατέρα του και εκείνος παίρνει για αντάλλαγμα μισή φρατζόλα ψωμί. Τί κι αν είναι μια απλή φρατζόλα, εκείνος την μεταμορφώνει σε πίτσα. Έτσι οι μπουκιές κατεβαίνουν πιο εύκολα, περνάνε πιο άνετα το φράγμα του οισοφάγου, το στομάχι νοιώθει την πληρότητα του θελκτικού γεύματος.

Τις Παρασκευές τις γιορτάζει. Σκέφτεται πως δεν είναι αυτός, δεν ανήκει στο σώμα του, αλλά είναι παιδί μιας άλλης οικογένειας. Θα τελειώσει το σχολείο, θα ονειρευτεί το ατελείωτο παιχνίδι που τον περιμένει με τους φίλους του το Σαββατοκύριακο, θα παραγγείλουν οι γονείς του φαγητό απέξω, το βράδυ θα δει ταινία μαζί τους και η μητέρα του με την γλυκιά μελωδία της φωνής της θα του διαβάσει το αγαπημένο του βιβλίο, εκείνο που θα τον φέρει γαλήνια στα δίχτυα του Μορφέα με ένα μειδίαμα στα χείλη. Έχει βρει το μυστικό και κάτω από τα κουρέλια πετυχαίνει η φαντασία του να μετουσιώνεται σχεδόν σε πραγματικότητα. Του είναι οικεία αυτή η ομορφιά έστω και αν δεν την βίωσε ποτέ. Δεν θέλει πολύ. Μια ολιγόλεπτη συγκέντρωση, πέταμα όλων των δυσάρεστων εικόνων της ημέρας και σύνθεση εκείνων που του ξύπνησαν το αίσθημα της ευτυχίας.

Ξέρει να ξεχωρίζει. Είναι κάτι που μαθαίνεται με τον καιρό όταν περιτριγυρίζεις μέσα στα βαγόνια του μετρό. Τόσος κόσμος έρχεται και φεύγει. Τους παρακολουθεί. Πιάνει τα πάντα. Μια συζήτηση μιας παρέας που πριν από λίγο μπήκε τρέχοντας για να προλάβει τον συρμό, μια γυναίκα που μιλάει με τον σύντροφό της στο τηλέφωνο, δυο κυρίες μεγαλούτσικες που λένε τα νέα της πολυκατοικίας, δυο φίλοι που σχολιάζουν την επικαιρότητα. Κάτι γέλια από ευδιάθετους νέους, ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο με την ευτυχία χαραγμένη στα πρόσωπά τους, μια νευρικότητα από κάποιον που μάλλον του πήγε στραβά η μέρα, μια μελαγχολία μιας κοπέλας που στέκεται μόνη σε μια γωνιά, κουρασμένα πρόσωπα, σοβαρά, άτεγκτα. Ακούει τα πάντα ακόμα και τις απουσίες ομιλιών στα πρόσωπα των επιβατών. Έχει μάθει να αποτυπώνει αυτά που λέγονται με λέξεις και να αφουγκράζεται αυτά που αποκαλύπτει η σιωπή. Μια έκφραση, ένα βλέμμα, η στάση του κορμιού. Ανάμεσα στο βουητό από το τρέξιμο του συρμού πάνω στις ράγες εκείνος συλλαμβάνει τις ανθρώπινες ενέργειες.

Είναι κάτι σαν φάντασμα που περιδιαβαίνει μέσα στον κόσμο δίχως κανείς να τον αγγίζει και να τον βλέπει. Σπάνια εισπράττει ένα βλέμμα προσοχής. Συνήθως αδιαφορούν για αυτόν. Άλλες φορές νοιώθει σαν την μύγα που προσπαθούν όλοι να την αποφύγουν, μην τους αγγίξει και τους λερώσει και κάποιες λιγοστές φορές ίσως μια ματιά πέσει πάνω του με έναν μανδύα συμπάθειας, στοργής και συμπόνιας. Τότε όμως νοιώθει άβολα. Δεν έχει μάθει να αποδέχεται την καλοσύνη. Τον πιάνει ντροπή, χτυπάει τα δάχτυλά του άρρυθμα πάνω στο ακορντεόν που το έχει κρεμασμένο στον ώμο στα πλαϊνά, χαμηλώνει το βλέμμα και θέλει να ανοίξει γρήγορα η πόρτα του βαγονιού να ξεπηδήσει έξω να χαθεί μέσα στο πλήθος. Στο αντίκρισμα ενός συμπονετικού ανθρώπου νοιώθει μια τανάλια να τον πνίγει. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του συμβαίνει αυτό ενώ θα έπρεπε να αισθάνεται το αντίθετο. Είναι άμαθος στην στοργή. Όσο την επιζητά τόσο την ντρέπεται. Τα βλέμματα της αποστροφής τα αποδέχεται καλύτερα.

Θα ξεκινήσει και σήμερα τον δρόμο τον γνωστό. Θα χαθεί μέσα στο πλήθος παίζοντας τις μελωδίες που έχει μάθει οι οποίες πολύ συχνά βγαίνουν ατσούμπαλες. Δεν είναι σίγουρος όμως αν τον ενδιαφέρει και ιδιαίτερα. Το χάρτινο ποτήρι το έχει μόνιμα πάνω στο ακορντεόν για όποιον φιλότιμο άνθρωπο θελήσει να αφήσει κανένα ψιλό για τις υπηρεσίες του. Είναι μια επαιτεία με το πρόσχημα της μουσικής. Κι όμως εκείνος πάλι ζητιάνος νοιώθει. Δεν αλλάζει κάτι στην ουσία. Αν ο πατέρας του τού έλεγε να βγει απλά να ζητάει λεφτά εκείνος θα το έκανε. Δεν έχει άλλη επιλογή. Ντρέπεται αλλά αφήνει στους άλλους να φανεί ότι του έχει τελειώσει κάθε ντροπή.

Θα μπει μέσα στους συρμούς. Ποιος θα ασχοληθεί μαζί του άλλωστε. Θα χωθεί μέσα στον κόσμο και περπατώντας ανάμεσα στα βαγόνια θα παίζει την ίδια χιλιοπαιγμένη μελωδία, μια μελωδία που ίσως κάποιοι αισθανθούν τον πόνο που βγάζει. Θα στυλώνει το βλέμμα του κάτω και όμως θα φαίνεται σαν απλανές ως απλά η φυσική του παρουσία να είναι εκεί και η ψυχή του να ταξιδεύει αλλού. Αυτό θα κάνει για ώρες και ώρες και ίσως ενδιάμεσα να αγοράσει κανένα κουλούρι να φάει από τα λιγοστά κέρματα που θα έχει κερδίσει. Σαν παρείσακτος θα κυκλοφορεί ανάμεσα στους χαμένους στη σκέψη τους επιβάτες. Παράταιρος σε έναν κόσμο που βιάζεται να προλάβει.

Είναι δέκα χρονών. Του λείπουν τα πάντα μα πιο πολύ η αγάπη. Ένας άνθρωπος θέλει να τον πιάσει από τους ώμους, να τον αγκαλιάσει και να του πει: «Έλα λεβέντη μου. Τελείωσε το βάσανό σου. Πάμε.». Να νοιώσει την θαλπωρή της αγκαλιάς, μιας ζεστής κουβέντας και να κλάψει, να βγάλει όλο τον πόνο που έχει μέσα του. Να ζήσει για ένα μέλλον που του τάζει ελπίδα. Να ξεχειλίσει η παιδικότητά του, να ξυπνήσει η ανεμελιά του. Να ζήσει.


auto painter HRΜε κάθε επιφύλαξη για την ορθότητα των σκέψεων, ύστερα από κάποια σφηνάκια καλής κριτικής ρακής, η συζήτηση έρεε γοργά και θα μπορούσα να την παρομοιάσω σαν γλυκόπιοτη. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως λίγες είναι εκείνες οι στιγμές που με τη συνοδεία κάποιου ποτού η κουβέντα με τους δικούς μου ανθρώπους χωλαίνει κάπου. Αυτά τα όλο και πιο αραιά βραδάκια μιας καλής συντροφιάς είναι που σε ξεκουράζουν, σπάνε την αλυσίδα της καθημερινότητας και σε οδηγούν σε μια ξεχωριστή ευχάριστη εμπειρία.

Πέραν των συνηθισμένων θεμάτων που γύριζαν στην τσόχα του διαλόγου μας, όποτε βρισκόμουν με το φίλο Περικλή, υπήρχαν και κάποια που ξεπηδούσαν απρόσκλητα, τα οποία ενώ στην αρχή φάνταζαν πως θα διατάρασσαν τη συνοχή του, τελικά αποδεικνύονταν πολύτιμοι γόνοι ανανέωσης. Έτσι, κάποιες φορές, η μονοτονία της συνομιλίας μας ξέφευγε από τα γνώριμα μονοπάτια και πολύ αναζωογονητικά οδηγούταν σε νέες πορείες, οι οποίες σχεδόν πάντα αποτελούσαν και μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουμε ο ένας για τον άλλον στοιχεία του χαρακτήρα του που δύσκολα θα ξετρυπώνονταν σε φυσιολογικές συνθήκες. Άλλωστε ένα από τα μεγαλεία του διαλόγου με έναν συνάνθρωπο είναι και αυτό που με τόση χαρά απολαμβάναμε εκείνο το βράδυ, δηλαδή η ανάδειξη πραγμάτων που σίγουρα μας εξέλισαν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


Barrels2Το κελάρι του Μίμη είναι γνωστό εδώ και χρόνια για την εκλεκτή ποικιλία του στα κρασιά. Κρασιά κάθε λογής, όλων των αποχρώσεων και όλα από βαρέλι διαλεκτό. Αυτό το κελάρι υπάρχει πολύ καιρό ίσως και πριν ακόμα γεννηθώ. Το θυμάμαι παιδιόθεν μέσα στις κουβέντες των μεγάλων, σε γιορτές και σε βράδια γλεντιού, να αναφέρεται.

-Πήγαινε, Βασίλη, να φέρεις ένα δίλιτρο από το καλό του Μίμη, θυμάμαι τον πατέρα να λέει στο μεγάλο μου αδελφό.

-Τι θα μας φιλέψετε, άλλες φορές ρώταγε λιγούρικα ο θείος Πέτρος και έτρεχε η μητέρα να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Πάω στο Μίμη και επιστρέφω, φώναζε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.

-Αυτό το καλό κρασί, τού πώς τον λένε, ρώταγε ο φίλος του πατέρα μου Αντώνης και απαντούσε υπερήφανος ο πατέρας μου λες και αναφερότανε στους δικούς του καρπούς, του Μίμη!

Κάποιες άλλες στιγμές στέρευαν τα λόγια αλλά το κρασί του Μίμη βρισκότανε ακόμα στο τραπέζι, ανεξάντλητο, λες και είχε προικιστεί από θείο χέρι. Τα στομάχια ήταν χορτάτα, τα αυτιά μπουχτισμένα από την οχλαγωγία, τα χείλη δυσκολεύονταν να ανοιγοκλείσουν για να δώσουν τη χαρά στις σκέψεις να αποδράσουν αλλά οι γευστικοί κάλυκες παρέμεναν ανικανοποίητοι και ακούραστοι, αχόρταγοι μπροστά στο νέκταρ που τους σερβίρονταν τόσο απλόχερα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


maxresdefaultΟ κύριος Συμεών είναι αναποφάσιστος. Ανεβαίνει τις σκάλες του μετρό και σκέφτεται. Κατευθύνεται σωστά άραγε; Είναι ντυμένος καλά. Ο κοντός του λαιμός χάνεται μέσα στο πλεκτό ζιβάγκο του. Το σχεδόν άτριχο κρανίο του καμουφλάρεται κάτω από τη χοντρή τραγιάσκα του. Το σκούρο μπουφάν του κρύβει καλά το παχύ κορμί του. Ακάλυπτες έχει μόνο τις παλάμες του για να αισθάνεται καλά ό,τι αγγίζει, τα περισσότερα από τα οποία αποτελούν στηρίγματα για αυτόν. Να δει. Κρατά καλά ή θα χρειαστεί άλλη ισχυρότερη βάση για το γέρικο σκαρί του;

Η κυλιόμενη σκάλα τον αφήνει στην αρχή του πεζοδρόμου, εκεί που το τελευταίο πλακάκι εφάπτεται με το μαρμάρινο υποδοχέα, την κατάληξη της μακριάς σκάλας. Βγαίνει ανέτοιμος για αυτό που αντικρίζει. Κάνει δυο βήματα, που δε φανερώνουν τη δυσπιστία του, μόνο εκείνος τη γνωρίζει, και σταματά απότομα. Κοιτά μπροστά. Γυρίζει αριστερά, στρέφει το βλέμμα του δεξιά και με καθυστέρηση μισού λεπτού, τόσο του παίρνει συνήθως για να δώσει τα σκήπτρα στη δεύτερη σκέψη που τον καταδιώκει, κάνει μεταβολή και ακολουθεί τα σκαλοπάτια που οδηγούν πάλι στη στοά του μετρό. Καθώς κατεβαίνει, η επιμονή του στην κοπέλα την οποία είδε μέσα στην πιτσαρία είναι μεγάλη. Κάπου χάνει την ισορροπία του, όμως γρήγορα επικεντρώνει ξανά την προσοχή του στο κατέβασμα αυτών των στιβαρών μέσων που καλούνται σκαλοπάτια. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


6294-Overweight-Bald-Man-Walking-Clipart-PictureΕίναι ο Παντελής. Σίγουρα είναι αυτός. Είμαι βέβαιος. Στέκεται μπροστά από το ταμείο ως συνήθως και περιμένει να έρθει η σειρά του. Περιεργάζεται την ταμία. Παρατηρεί αν είναι γρήγορη ή εξυπηρετεί τους πελάτες με την ησυχία της σαν αργοκίνητο καράβι. Το βλέπω στο προφίλ του. Είναι κάπως ανήσυχος. Ηρεμία δεν έχει μέσα του αυτός ο άνθρωπος. Το μέσα του έχει εκραγεί, η εσωτερική του ένταση αρχίζει να εκδηλώνεται, δε βαστά άλλο την αναμονή και αρχίζει να κινείται σχεδόν σύγκορμος. Το δεξί μάτι του που διακρίνω παίζει, τα βλέφαρα του ανεβοκατεβαίνουν, τα δάκτυλα των χεριών του και αυτά είναι ανήσυχα, παλεύουν με έναν αόρατο αντίπαλο αλλά μέχρι εκεί, γιατί το υπόλοιπο κορμί του, από τη μέση και κάτω, τελικά δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μυαλού του. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


palm_brian-old_man_walking_by_the_sea~OMabf300~10008_20101214_2006_251Ο Θύμιος έφυγε.

Ο Μανώλης τον θυμόταν που ερχόταν στο πατρικό του – φίλος του πατέρα του ήταν – σχεδόν πάντα πιωμένος. Ήταν ψιλός και αδύνατος, στα όρια της λιμοκτονίας. Στα σκελετωμένα του δάκτυλα κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο αναμμένο. Το χνώτο του μύριζε έντονα ούζο, το μάτι του ήταν θολό, κόκκινο, με τις φλέβες μέσα του πρησμένες έτοιμες να εκραγούν και το βλέμμα του είχε έκφραση επαίτη. Η φωνή του ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με την φτωχική και ατημέλητη όψη του. Λεπτή, βραχνή, η οποία έβγαινε πάντα με έναν παρακλητικό τόνο, με την κτητική αντωνυμία να συνοδεύει πάντα την προσφώνηση των φίλων του. Το πρόσωπό του είχε αφυδατωθεί από την κατάχρηση τσιγάρου και αλκοόλ και οι ρυτίδες είχαν κάνει βαθιά αυλάκια στην άνυδρη επιδερμίδα του. Συνήθως περιφερόταν αξύριστος, κάτι που ερχόταν να ταιριάξει με το υπόλοιπο του παρουσιαστικού του. Το άνω μέρος του κορμού του είχε γύρει μπροστά σχηματίζοντας καμπούρα και όπως προχωρούσε στο δρόμο φαινόταν σαν κάτι να έψαχνε να εντοπίσει ή πως συλλογιόταν κάτι σημαντικό. Το κύρτωμα στο πάνω μέρος του κορμιού του τού είχε αφήσει και ένα επιπρόσθετο κουσούρι. Του είχε δημιουργήσει μια μικρή σκολίωση, η οποία επηρέαζε το περπάτημά του, καθώς το ένα πόδι υπερτερούσε σε μάκρος από το άλλο. Έτσι, καθώς βάδιζε, φαινόταν σα βάρκα που έπεσε πάνω σε τρικυμισμένη θάλασσα και η πορεία της δεν είναι ευθύγραμμη. Η αστάθειά του αυτή, μάλιστα, πολλάκις τον είχε οδηγήσει να σκοντάψει και να πέσει πάνω σε ότι βρισκόταν στην πορεία του, από άνθρωπο έως οποιοδήποτε αντικείμενο ή άμοιρο ζώο που έτυχε να περνάει αμέριμνο εκείνη την ώρα δίπλα του. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »


thompson11

Σίγουρα κάθισε αρκετή ώρα. Ήταν βέβαιος πως η αναμονή του ξεπέρασε τα τρία τέταρτα. Ανήσυχος στριφογύρισε πάνω στην αναπαυτική βαθουλωτή πολυθρόνα και με έναν τραβηγμένο μορφασμό εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του. «Αν είναι δυνατόν» ξεφώνησε το εσώτερο του εαυτού του προσπαθώντας να βρει διέξοδο από τις πύλες των φωνητικών του χορδών. Μάταια για κείνο, ευτυχώς όμως για κείνον, δεν ακούστηκε πουθενά και έσβησε, όπως σα σπινθήρας εμφανίστηκε.

Κάποια στιγμή το βλέμμα της γραμματέως σηκώθηκε και στόχευσε προς το μέρος του σχηματίζοντας μια αμυδρή σκιά στο λευκό του τοίχου με το περίγραμμα του κεφαλιού της. Εκατοστά του δευτερολέπτου άφησε να διαφανεί μια νότα αισιοδοξίας και πράα, σα να μη μεσολάβησε καμιά αλλαγή στο πρόσωπό της, γύρισε πάνω στη χαρτούρα, με την οποία επιμελώς εδώ και ώρα καταπιανόταν θέλοντας να δείξει πολυάσχολη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »